- ραχατεύω
- αμετ.1) бездельничать, лодырничать; 2) нежиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραχατεύω — Ν [ραχάτι] περνώ την ώρα μου με ραχάτι, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
ραχατεύω — ραχάτεψα, αναπαύομαι, χουζουρεύω: Λίγοδούλευε και πολύ ραχάτευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραχάτεμα — το, Ν [ραχατεύω] 1. ανάπαυση 2. τεμπελιά … Dictionary of Greek